τρικουπικός

τρικουπικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χαρίλαο Τρικούπη («τρικουπικό κόμμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (Χαρίλαος) Τριχούπης + κατάλ. -ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Σουρή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”